-
1 στενότης
A narrowness,Ἑλλήσποντον, ἐόντα στεινότητα μὲν ἑπτὰ σταδίους Hdt.4.85
(-ότητι, -ότατα, -ότατον codd.); τῇ τοῦ λιμένος ς. Th.7.62, cf. 4.24;θώρηκος -ότητες Hp.VM23
; διὰ τὴν σ. τῶν χωρίων, of Thermopylae, Lys.2.30; of the oesophagus, Arist.HA 495a20: pl., ῥέουσα κατὰ τὰς ς. through the narrows, Id.Mete. 354a6.II metaph., scantiness,δαπανημάτων J.AJ19.7.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στενότης
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский